- ἔαρ
- весна
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἔαρ — spring neut voc sg ἔαρ spring neut acc sg ἔαρ spring neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έαρ — (I) το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ) 1. η άνοιξη 2. ομορφιά αρχ. 1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῡ δήμου») 2. φρ. α) «ἔαρ θ ὁρόωσα» με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα β) «γενύων... ἔαρ» το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων γ)… … Dictionary of Greek
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ. — См. Одна ласточка весны не делает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εἶαρ — ἔαρ spring neut voc sg (epic) ἔαρ spring neut acc sg (epic) ἔαρ spring neut nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦρ — ἔαρ spring neut voc sg ἔαρ spring neut acc sg ἔαρ spring neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαρι — ἔαρ spring neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαρος — ἔαρ spring neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐάρων — ἔαρ spring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαρι — ἔαρ spring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαρος — ἔαρ spring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρεσιν — ἔαρ spring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)